- θαλαμιός
- θαλαμιόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλαμιός — θαλαμιός, ά, όν, ιων. θηλ. θαλαμιή (Α) [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο, ο θαλαμικός 2. το αρσ. ως ουσ. ό θαλαμιός ο θαλαμίτης* 3. το θηλ. ως ουσ. ή θαλάμια α) (ενν. κώπη) το κουπί τού θαλαμίτη β) (ενν. οπή) η οπή από την… … Dictionary of Greek
θαλαμιά — θαλαμιός of neut nom/voc/acc pl θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc/acc dual θαλαμιά̱ , θαλαμιός of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμιοί — θαλαμιός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμιᾶς — θαλαμιός of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμιῶν — θαλαμίας masc gen pl θαλαμίτης one of the rowers on the lowest bench masc gen pl θαλαμιός of fem gen pl θαλαμιός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
θαλαμιάς — θαλαμιά̱ς , θαλαμιός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)